- περιιόντι
- περϊιόντι , περίειμι 1to be aroundpres part act masc/neut dat sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίειμι — (I) ΜΑ επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ. β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.) αρχ. 1. βρίσκομαι γύρω από κάτι («χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.) 2. υπερέχω,… … Dictionary of Greek
περιιόντ' — περϊιόντα , περίειμι 1 to be around pres part act masc acc sg (doric) περϊιόντα , περίειμι 1 to be around pres part act neut nom/voc/acc pl (doric) περϊιόντι , περίειμι 1 to be around pres part act masc/neut dat sg (doric) περϊιόντε , περίειμι 1… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)